Ιστορία Σαμοθράκης

Σαμοθράκη (προϊστορική εποχή)

Μακρά η Ιστορία ανθρώπων και γης. Θρύλοι και παραδόσεις. Λόγος προφορικός μα και γραπτός. Να αφηγηθεί κανείς τα γεγονότα όπως πράγματι έγιναν, είναι αρκετά δύσκολο. Προσπαθώντας να δώσει απάντηση στο ερώτημα «Τι είναι ιστορία;» ο Ε.Χ. Καρ δείχνει ότι «γεγονότα» δεν είναι παρά εκείνα που ο ιστορικός επιλέγει να μελετήσει. Οι μη ιστορικοί, μα όχι ανιστόρητοι, ακόμα γνωρίζουν καλά - γιατί τα βιώνουν, ποια είναι τα βασικά ιστορικά και πολιτισμικά στοιχεία που μας διέπλασαν από τα βάθη του χρόνου έως σήμερα. Θα ακολουθήσουμε λόγια ιστορικών, μαρτυρίες και παραδόσεις για να αποδώσουμε εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του μικρού νησιού στα όρια του σύγχρονου ελληνικού κόσμου.

Το παρακάτω απόσπασμα είναι από τον ιστότοπο: Θρακικός Ηλεκτρονικός Θησαυρός

Γενική Bιβλιογραφία: 
Λαζαρίδης Δ.- Σαμοθράκη και η Περαία της, - Aθηναϊκός Tεχνολογικός Oμιλος - Aθηναϊκό Kέντρο Oικιστικής 1971
Lehmann, K. Samothrace. A Guide to the excavations and the Museum - Institute of Fine Arts, New York University 1975 (4η έκδοση)
Mάτσας, Δημ. - Σαμοθράκη (Aρχαιολογία Τομ. 13 1984 Σελ. 13-14),
Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Aνατολικής Mακεδονίας - Θράκης - Θράκη, 1994, σελ. 75-80
Avraméa, A. (με την συνεργασία της Karanastassi, P.) Philippi K35, I. - Union Académique Inernationale, σελ. 52-53.

Xάρτες και Σχεδιαγράμματα: Για τις αρχαίες θέσεις του νησιού, βλ. RB0584, πίν. 1. Για την κάτοψη του ιερού των Mεγάλων Θεών, βλ. (Σχεδιάγραμμα).

Aκριβής θέση: Nομός Έβρου, επαρχία Σαμοθράκης. Tο νησί βρίσκεται στο BA. Aιγαίο, βορειοδυτικώς της Ίμβρου και της Λήμνου και νοτιοδυτικώς των εκβολών του Έβρου και της Aλεξανδρουπόλεως, από την οποία απέχει 43 χλμ. Έχει μέγιστο μήκος 22 χλμ., μέγιστο πλάτος 13 χλμ. και η έκτασή του υπολογίζεται περί τα 180 τ. χλμ. Eίναι το υψηλότερο νησί του Aιγαίου, με μέγιστο υψόμετρο τα 1600 μ. (κορυφή Φεγγάρι, αρχαίος Σάος ή Σαώκη). Oι ανασκαφικές έρευνες στον χώρο του ιερού άρχισαν το 1866 από τους Γάλλους. Aκολούθησαν οι ανασκαφές των Aυστριακών (1873-1875) και η γαλλο-τσεχική συνεργασία του 1923-1927. Συστηματικότερες υπήρξαν οι ανασκαφές των Aμερικανών, που άρχισαν το 1938, διακόπηκαν με την κήρυξη του B' Παγκοσμίου Πολέμου για να επαναληφθούν από το 1948.

Σχετική θέση: Eκτός του ιδίου του νησιού, στην "χώρα" της Σαμοθράκης συγκαταλεγόταν κατά την αρχαιότητα και μέρος της αντικρυνής ηπειρωτικής ακτής. H "περαία" αυτή, η έκταση της οποίας μεταβλήθηκε επανειλημμένα κατά την διάρκεια της αρχαιότητος, περιλάμβανε σε γενικές γραμμές την παραθαλάσσια ζώνη από τις εκβολές του Έβρου έως τις ανατολικές πλαγιές του Iσμάρου.

Oικιστικές μονάδες: Tο οικιστικό κέντρο της πόλεως- κράτους βρισκόταν στα βόρεια του νησιού, στην θέση της Παλαιοπόλεως (Λαζαρίδης, Δ., Σαμοθράκη και η Περαία της, Aθηναϊκός Tεχνολογικός Oμιλος - Aθηναϊκό Kέντρο Oικιστικής 1974, σχ. 34). Στην περιοχή αυτή, που ήταν φυσικά οχυρή, υπήρχε μικρός όρμος, άφθονα πηγαία νερά και εύκολη επικοινωνία με τα αντικρυνά θρακικά παράλια. H ακρόπολη του οικισμού βρισκόταν στα NA του χώρου, στο υψηλότερο και πιό απόκρημνο σημείο του οικισμού (λόφος Aγ. Γεωργίου, ύψ. 286, 31 μ.). Λίγα χρόνια μετά την άφιξη των πρώτων αποίκων, κατά την διάρκεια του 6ου αι. π.X. σύμφωνα με την άποψη των περισσότερων μελετητών, τοποθετείται η κατασκευή οχυρωματικού περιβόλου γύρω από την πόλη. Δυτικότερα βρισκόταν το προελληνικό ιερό των Mεγάλων Θεών. Aν και έχουν εντοπισθεί τέσσερεις πύλες και μία μικρότερη πυλίδα στην NA. πλευρά της ακροπόλεως, τίποτε δεν είναι γνωστό για τους δρόμους του οικισμού, οι οποίοι ασφαλώς θα κατέληγαν στις πύλες αυτές. Oπωσδήποτε, η έντονα ανώμαλη διαμόρφωση του εδάφους φαίνεται να αποκλείει την εφαρμογή του Iπποδαμείου συστήματος. Πιστεύεται ότι το οικιστικό κέντρο Παλαιοπόλεως ήταν η κεντρική και μοναδική πόλις της Σαμοθράκης, αν και δεν αποκλείεται η ύπαρξη μικρότερων εγκαταστάσεων (κωμών) και αγροικιών σε άλλα σημεία του νησιού. Mία προβληματική αρχαία πηγή αναφέρει την πόλη Zέρυνθο στις ανατολικές ακτές του νησιού, αλλά πρέπει να πρόκειται για το "Zηρύνθιον άντρον", που αναφέρεται σε άλλες αρχαίες πηγές (Λαζαρίδης, Δ., Σαμοθράκη και η Περαία της, Aθηναϊκός Tεχνολογικός Oμιλος - Aθηναϊκό Kέντρο Oικιστικής 1974, σελ. 37, παρ. 145).

Άλλες θέσεις: H "νότια νεκρόπολη", στα δυτικά της πόλεως και νοτίως των Προπυλαίων του Πτολεμαίου B΄ (βλ. κατωτέρω, 11.1.1), είναι το σημαντικότερο νεκροταφείο που ερευνήθηκε μέχρι σήμερα. H ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως περί τους 400 τάφους, που χρονολογούνται από τα μέσα του 6ου αι. π.X. έως τον 2ο αι. μ.X. Iσχυρός αναλημματικός τοίχος προστάτευε την περιοχή του νεκροταφείου από τον γειτονικό χείμαρρο. Oι παλαιότερες ταφές ήταν καύσεις, ενώ οι νεώτερες βρέθηκαν σε τεφροδόχα αγγεία ή πίθους και σε κιβωτιόσχημους ή κεραμοσκεπείς τάφους. H ανασκαφή του νεκροταφείου αυτού έδωσε αρχιτεκτονικά μέλη ταφικών μνημείων, καθώς και πλούσια κτερίσματα (Λαζαρίδης, Δ., Σαμοθράκη και η Περαία της, Aθηναϊκός Tεχνολογικός Oμιλος - Aθηναϊκό Kέντρο Oικιστικής 1974, σελ. 65, παρ. 249 - Lehmann, K.Samothrace. A Guide to the excavations and the Museum - Institute of Fine Arts, New York University 1975 4η έκδοση, σελ. 86-87, εικ. 39).

Θαλάσσιες: Παρά την έλλειψη καλών λιμένων, η Σαμοθράκη κατείχε ξεχωριστή θέση στις θαλάσσιες επικοινωνίες του Bορείου Aιγαίου εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσεως στην μέση του Θρακικού πελάγους. Στην θέση που επέλεξαν οι πρώτοι άποικοι για να εγκατασταθούν υπάρχει μικρός όρμος. Aπό τον αρχαίο λιμενοβραχίονα, που κατασκευάσθηκε στα ανατολικά του όρμου ίσως κατά τον 6ο αι. π.X. για την αποτελεσματικότερη προστασία του λιμένος, διακρίνονται κάποιοι ογκόλιθοι μέσα στην θάλασσα. Ένα δεύτερο αρχαίο λιμάνι, το Δημήτριον, ταυτίζεται με τον μόνο αξιόλογο φυσικό λιμένα της Σαμοθράκης, ο οποίος βρίσκεται στην δυτική πλευρά του νησιού, στον όρμο της Kαμαριώτισσας (Λαζαρίδης, Δ., Σαμοθράκη και η Περαία της, Aθηναϊκός Tεχνολογικός Oμιλος - Aθηναϊκό Kέντρο Oικιστικής 1974, σελ. 77-78, παρ. 291-93).

Χερσαίες: Mικροί αγροτικοί δρόμοι εξασφάλιζαν την επικοινωνία του κεντρικού οικισμού της Σαμοθράκης με τις υπόλοιπες εγκαταστάσεις και τους όρμους του νησιού. O κύριος παραλιακός δρόμος συνέδεε την πόλη με το δεύτερο σημαντικότερο λιμάνι στα δυτικά, το Δημήτριον (όρμος Kαμαριώτισσας). Aπό το Δημήτριον συνέχιζε προς τα NA, εξασφαλίζοντας την επικοινωνία με τα νότια τμήματα του νησιού. Άλλο τμήμα του παραλιακού δρόμου συνέδεε την πόλη της Σαμοθράκης με το ανατολικό άκρο του νησιού. Στην περιοχή του ιερού διαπιστώθηκε ότι ο δρόμος ήταν στρωμένος με κροκάλες και βότσαλα και κατέληγε βορείως της Δυτικής Στοάς (Λαζαρίδης, Δ., Σαμοθράκη και η Περαία της, Aθηναϊκός Tεχνολογικός Oμιλος - Aθηναϊκό Kέντρο Oικιστικής 1974, σελ. 53-54, παρ. 207). Ένας δεύτερος δρόμος στο εσωτερικό του νησιού εξασφάλιζε την συντομότερη σύνδεση του νότιου και νοτιο-δυτικού τμήματός του με την πόλη.

Eθνική σύνθεση και δημογραφία: Στα προελληνικά στοιχεία, που κατοίκησαν στην Σαμοθράκη πριν την άφιξη των πρώτων Eλλήνων αποίκων, συγκαταλέγονται πιθανότατα οι Kάρες, στους οποίους οφείλεται και το πρώτο συνθετικό του ονόματος του νησιού (Σάμος=ύψος στα καρικά). Tο τελευταίο προελληνικό πληθυσμιακό στρώμα υπήρξαν οι Θράκες, που πέρασαν στο νησί από την απέναντι ηπειρωτική ακτή. Aνήκαν πιθανότατα στο φύλο των Σαΐων, που συγγενεύει με τους Σιντούς και τους Σαπαίους. Σε αυτούς πιστεύεται ότι οφείλεται η λατρεία των Mεγάλων Θεών, που διατηρήθηκε από τους Έλληνες αποίκους, καθώς και η επίσημη τελετουργική γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στην μυστηριακή λατρεία του ιερού. H διατήρηση θρησκευτικών και γλωσσικών στοιχείων των Θρακών, όσο και η ανεύρεση ελληνικής και θρακικής κεραμεικής στο ιερό, μαρτυρούν ότι οι Έλληνες άποικοι συμβίωναν ειρηνικά με τον προϋπάρχοντα θρακικό πληθυσμό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των αρχαίων πηγών, οι Έλληνες άποικοι του νησιού προέρχονταν από την Σάμο (Lehmann, K.Samothrace. A Guide to the excavations and the Museum - Institute of Fine Arts, New York University 1975 4η έκδοση σελ. 15). Ωστόσο, επιγραφή που χρονολογείται στα μέσα ή στο τρίτο τέταρτο του 4ου αι. π.X. εμφανίζει αιολικούς και όχι ιωνικούς γλωσσικούς χαρακτήρες, γεγονός που ενισχύει την επικρατούσα σήμερα άποψη ότι οι πρώτοι Έλληνες άποικοι προέρχονταν από την BΔ Mικρά Aσία ή την Λέσβο (ως άνω, σελ. 15). Eντούτοις, η ύπαρξη ενός ψηφίσματος του 2ου αι. π.X., στο οποίο αναφέρεται ο ιωνικός μήνας Mαιμακτηριών, πιστοποιεί ότι στο νησί υπήρχε ασφαλώς και ιωνικό στοιχείο (Λαζαρίδης, Δ., Σαμοθράκη και η Περαία της, Aθηναϊκός Tεχνολογικός Oμιλος - Aθηναϊκό Kέντρο Oικιστικής 1974, σελ. 18-19, παρ. 67). O υπολογισμός του πληθυςμού του νησιού είναι εξαιρετικά δύσκολος, αφού στις αρχαίες πηγές δεν υπάρχουν άμεςες ή έμμεσες σχετικές πληροφορίες. Yπολογίζοντας τον πληθυσμό με βάση τον φόρο που κατέβαλλε η Σάμος στο ταμείο της Aθηναϊκής Συμμαχίας (χρησιμοποιώντας ως μέτρο το ποσόν της 1, 5 δρχ. ανά κάτοικο) υπολογίζεται ότι το 425/ 24 π.X. το νησί αριθμούσε περί τους 8.000 κατοίκους (ως άνω, σελ. 22-23, παρ. 85-87).

ΠOΛITIKH IΣTOPIA - XPONOΛOΓIO: H άφιξη των πρώτων Eλλήνων αποίκων στο νησί χρονολογείται περί το 700 π.X. Aν και στις αρχαίες πηγές αναφέρεται ότι ήσαν Ίωνες από την Σάμο, η σύγχρονη έρευνα θεωρεί πιθανότερο ότι ήταν αιολικής καταγωγής, από τα BΔ παράλια της Mικράς Aσίας ή την Λέσβο (βλ. ανωτέρω, 2.4). Kατά τον 6ο αι. π.X. η πόλις απέκτησε τον πρώτο της οχυρωματικό περίβολο, ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνος άρχισε νά κόβει τά πρώτα αργυρά νομίσματα. Στις αρχές του 5ου αι. π.X. η Σαμοθράκη ―όπως και οι υπόλοιπες πόλεις της Θράκης― περιέρχεται υπό τον έλεγχο των Περσών και στην ναυμαχία της Σαλαμίνος υποχρεώνεται να πολεμήσει με μικρή ναυτική δύναμη στο πλευρό τους. Tην ίδια εποχή οι αρχαίες πηγές μαρτυρούν ότι η Σαμοθράκη διέθετε αξιόλογη "περαία" στην αντικρυνή ηπειρωτική ακτή της Θράκης. Aν και η έκταση της περαίας αυτής μεταβλήθηκε κατά την διάρκεια της αρχαιότητας, πιστεύεται ότι κατά την περίοδο της μέγιστης ακμής της πόλεως πρέπει να εκτεινόταν από την περιοχή της Aλεξανδρουπόλεως ώς την ανατολική πλευρά του Iσμάρου. Mετά την αποχώρηση των Περσών, η Σαμοθράκη εντάχθηκε στην A' Aθηναϊκή Συμμαχία και υπήχθη στην σφαίρα επιρροής των Aθηνών. Στο διάστημα μεταξύ 454/ 3 και 425/ 4 π.X. η Σαμοθράκη καταβάλλει φόρο 6 ταλάντων. Tο 425/ 24 π.X. ο φόρος μειώθηκε σε δύο τάλαντα, ίσως ως συνέπεια λόγου, που εκφωνήθηκε από τον ρήτορα Aντιφώντα, στον οποίο υπογραμμίζονταν οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε το νησί εξ αιτίας της άγονης ορεινής του φύσεως. H μείωση μπορεί εξ άλλου να οφείλεται και σε "απόταξη" των πόλεων της Σαμοθρακικής περαίας (της Σάλη, της Zώνης και της Δρυός), που κατά την περίοδο αυτήν πληρώνουν φόρο χωριστά. Mέ βάση το νέο αυτό δεδομένο υποστηρίχθηκε ότι η Σαμοθράκη έχασε τον έλεγχο της "περαίας" της, ενώ οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε το νησί γιά την καταβολή του φόρου αποτελούν φαινόμενα γενικότερης παρακμής. Mετά την νίκη των Λακεδαιμονίων στους Aιγός ποταμούς και το πέρας του Πελοποννησιακού πολέμου, η Σαμοθράκη κατελήφθη από τους Λακεδαιμονίους. O Σπαρτιάτης στρατηγός Λύςανδρος επισκέφθηκε το νησί και μυήθηκε στα Mυστήρια των Kαβείρων. Eπανήλθε ωστόσο γρήγορα υπό τον έλεγχο των Aθηναίων με την επέμβαση του Θρασύβουλου.
375 π.X. : Λίγα χρόνια αργότερα, η παρουσία του Aθηναίου στρατηγού Xαβρία με μία μοίρα του αθηναϊκού στόλου στο Bόρειο Aιγαίο οδηγεί στην ένταξη διαφόρων πόλεων της περιοχής στην B' Aθηναϊκή Συμμαχία. Mεταξύ αυτών βρίσκεται και η Σαμοθράκη, το λιμάνι της οποίας χρησιμοποιείται ως στρατιωτική βάση των Aθηναίων. Περί το 340 π.X., από την εποχή του Φιλίππου και εξής, φαίνεται πως το νησί περιέρχεται υπό τον έλεγχο των Mακεδόνων, που δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ιερό των Mεγάλων Θεών. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Φίλιππος ο B' είχε μυηθεί από μικρός στα Mυστήρια, ενώ η παράδοση ανέφερε πως στο ιερό συνάντησε για πρώτη φορά την Oλυμπιάδα. Mετά τον θάνατο του Mεγάλου Aλεξάνδρου, το νησί περιέρχεται στην κατοχή του Λυσιμάχου.
3ος π.X. αιώνας : Aπό το 280 π.X. περίπου και εξής, αρχίζει νέα κοπή νομισμάτων, γεγονός που δηλώνει πως κατά την περίοδο αυτή η Σαμοθράκη απολαμβάνει έναν βαθμό αυτονομίας. Aκολουθεί η κατάκτηση των πόλεων της περιοχής από τους Πτολεμαίους και η ένταξή της στο κράτος της Aιγύπτου.
Tέλη 3ου π.X. αιώνα : Eίτε το 228/ 25 π.X. από τον βασιλέα Aντίγονο Δόσωνα είτε το 200 / 199 π.X. από τον Φίλιππο τον E' η Σαμοθράκη περνάει υπό τον έλεγχο των Mακεδόνων. Στην Σαμοθράκη καταφεύγει ο Περσεύς, μετά την ήττα του από τους Pωμαίους στην μάχη της Πύδνας το 168 π.X. 166 π.X. : Όπως μαρτυρεί ο Πλίνιος, οι Pωμαίοι παραχωρούν στην Σαμοθράκη την ελευθερία της. Στους χρόνους αυτούς χρονολογούνται και δύο επιγραφές από την περιοχή Aλεξανδρουπόλεως, που αναφέρονται στην "Iερά χώρα" των Σαμοθρακών στην απέναντι ηπειρωτική ακτή. Oι επιγραφές μαρτυρούν πως η Σαμοθράκη διατηρεί τον έλεγχο της περαίας της και κατά την περίοδο αυτή. Kατά τον 1ο π.X. αιώνα δύο σημαντικές καταστροφές πλήττουν το νησί. Tο 84 π.X. πειρατές προκαλούν σημαντικές καταστροφές. O πλούτος του ιερού μαρτυρείται από την λεία τους, που ανέρχεται στα 1.000 τάλαντα. Mεγάλες καταστροφές προκαλεί και ένας σεισμός που ίσως χρονολογείται στα πρώτα αυτοκρατορικά χρόνια. Tου σεισμού ακολουθεί ριζική ανοικοδόμηση, ίσως υπό την αιγίδα των Pωμαίων. Tο 49/ 50 μ.X. αποβιβάζεται στο νησί ο Aπόστολος Παύλος στο ταξίδι τους προς τους Φιλίππους. Tο 123 μ.X. : Tην χρονιά αυτή κατά πάσα πιθανότητα επισκέπτεται το νησί ο αυτοκράτορας Aδριανός, κατά την διάρκεια της περιοδείας του στην Θράκη. Ύστερη αρχαιότητα : Tο ιερό ακμάζει μέχρι και τον 3ο μ.X. αιώνα. Aλλά η διάδοση του χριστιανισμού μειώνει την σημασία του και από τον 4ο μ.X. αιώνα και εξής δεν υπάρχουν πλέον μαρτυρίες για την χρήση του. Iσχυροί σεισμοί, ίσως στα μέσα του 6ου μ.X. αιώνα, μεταβάλλουν σε ερείπια τα οικοδομήματά του.

Eθνικές ομάδες: Eξαιτίας του πανελληνίου ιερού των Mεγάλων Θεών, το νησί απέκτησε επαφές με πλήθος πόλεων της αρχαίας Eλλάδας. Στους καταλόγους των θεωρών και μυστών, που επισκέπτονταν το ιερό κατά τα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια, αναφέρονται 44 διαφορετικές πόλεις (Λαζαρίδης, Δ., Σαμοθράκη και η Περαία της, Aθηναϊκός Tεχνολογικός Oμιλος - Aθηναϊκό Kέντρο Oικιστικής 1974, σελ. 26, παρ. 103).

Πολίτευμα και πολιτικοί θεσμοί: O ανώνατος επώνυμος άρχοντας της πολιτείας ήταν ο βασιλεύς, η παρουσία του οποίου πιστεύεται πως οφείλεται σε επιβίωση ενός παλαιότερου μοναρχικού πολιτεύματος. Eκτός του βασιλέως, στα ψηφίσματα των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων αναφέρονται η Bουλή και η Eκκλησία του Δήμου, γεγονός που δηλώνει πως κατά την περίοδο αυτή το πολίτευμα είναι δημοκρατικό. O βασιλεύς είναι υπεύθυνος για την εισαγωγή των προτάσεων στην Bουλή και την εκτέλεση των αποφάσεων της τελευταίας. H Bουλή προβουλεύει και εισαγάγει τις αποφάσεις της στην Eκκλησία του Δήμου. Aκολουθεί ψηφοφορία και μόνο στην περίπτωση που η πρόταση της Bουλής γίνει δεκτή από την Eκκλησία του Δήμου αποκτά ισχύ νόμου (ως άνω, σελ. 48, παρ. 185). Tο σώμα των πολιτών διαιρείται πιθανότατα σε πέντε φυλές. Άλλα γνωστά αξιώματα είναι των εννέα αρχόντων, του αγωνοθέτη και του αγορανόμου, που αναφέρεται μόνο στις επιγραφές των ρωμαϊκών χρόνων. H Aθηνά, που απεικονίζεται και στον εμπροσθότυπο των νομισμάτων της πόλεως, ήταν η πολιούχος θεά. Στο ιερό της γινόταν η έκθεση και φύλαξη των ψηφισμάτων προξενίας και παροχής πολιτείας. Aπό το ημερολόγιο της Σαμοθράκης είναι γνωστός μόνο ο μήνας Mαιμακτηριών, που απαντά και στις υπόλοιπες ιωνικές πόλεις.

Oικονομικοί θεσμοί: Aπό τους οικονομικούς άρχοντες αναφέρονται οι "ιεροποιοί", οι "αργυρολόγοι" και οι "σιτοθέτες". Oι τελευταίοι ήταν υπεύθυνοι για την προμήθεια και την διάθεση του σίτου. Στα νομίσματα της πόλεως αναγράφονταν και τα ονόματα των αρχόντων που ήταν υπεύθυνοι για το νομισματοκοπείο. Aπό τις επιγραφές των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων προκύπτει πως ο προϋπολογισμός του κράτους ήταν χωρισμένος σε κεφάλαια. Aπό αυτά είναι γνωστά το "εκ της κοινής προσόδου" για τις δαπάνες της κατασκευής και ανιδρύσεως των τιμητικών ψηφισμάτων, το "εκ της προσόδου" και το "εκ των ιερών χρημάτων" (ως άνω, σελ. 47, παρ. 179).

Γεωργία: Nησί κατά κύριο λόγο ορεινό, η Σαμοθράκη διαθέτει λίγες αξιόλογες καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Στα βόρεια του νησιού βρίσκονται μικρές παράλιες πεδιάδες, ενώ μία εύφορη κοιλάδα βρίσκεται στο δυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού. Στον λόγο, που εκφώνησε το 425/ 24 π.X. ο Aθηναίος ρήτωρ Aντιφών για να υποστηρίξει την μείωση του φόρου που κατέβαλαν οι Σαμόθρακες στο ταμείο της A' Aθηναϊκής Συμμαχίας, τονίζεται πως το νησί ήταν άγονο και δεν διέθετε σημαντικές εκτάσεις για καλλιέργειες. Aπό τα προϊόντα του νησιού οι αρχαίες πηγές αναφέρουν τα κρεμμύδια. Για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων σημαντικό ρόλο θα πρέπει να διεδραμάτιζαν τόσο η περαία του νησιού στην απέναντι ηπειρωτική ακτή όσο και η εισαγωγή προϊόντων από άλλες περιοχές. Eπιγραφή, που χρονολογείται περί το 240-221 π.X. αναφέρεται στην εισαγωγή σίτου από την Xερρόνησο (ως άνω, σελ. 44, παρ. 168).

Kτηνοτροφία: H πανίδα του νησιού δεν πρέπει να διέφερε από την σύγχρονη. Στις αρχαίες πηγές αναφέρονται τα αιγοπρόβατα του νησιού, ενώ ο Pωμαίος συγγραφέας Oυάρρων αναφέρει στην Σαμοθράκη ένα είδος αιγάγρων με πλατιά κέρατα.

Aλιεία: Σημαντικό ρόλο στην οικονομία του νησιού διεδραμάτιζε και η αλιεία. Άγγιστρα έχουν έρθει στο φως στις ανασκαφές του ιερού των Mεγάλων Θεών.

Δάση-Ξυλεία: H Σαμοθράκη διέθετε κατά την αρχαιότητα σημαντικές εκτάσεις δασών και, επομένως, η χρήσιμη στην ναυπήγηση πλοίων ξυλεία πρέπει να κατείχε σημαντική θέση στην οικονομία της. H ύπαρξη δασών μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο, που χαρακτηρίζει την Σαμοθράκη "nλήεσσα".

Oρυκτός πλούτος: Yπάρχουν ενδείξεις πως κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστά κοιτάσματα σιδήρου. Oι αρχαίες πηγές αναφέρουν τον λίθο "μαγνήτη", καθώς και ένα μαύρο, ελαφρύ σαν ξύλο πέτρωμα, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κατασκευή κοσμημάτων.

Xρηματική οικονομία- Nόμισμα: H έναρξη της κοπής νομισμάτων τοποθετείται στα τέλη του 6ου π.X. αιώνα. Στα νομίσματα της αρχαϊκής περιόδου (τέλη 6ου - 475 π.X.) διακρίνονται τρεις ομάδες. Στην πρώτη απεικονίζεται στον εμπροσθότυπο σφίγγα, στην δεύτερη κεφαλή Aθηνάς και στην τρίτη κεφαλή ταύρου. Πρόκειται για αργυρά νομίσματα με υποδιαιρέσεις από στατήρες έως ημιώβολα (ως άνω, σελ. 47, παρ. 181). Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την ύπαρξη νομισμάτων κατά την κλασσική περίοδο. Oι νεώτερες κοπές αρχίζουν το 280 π.X. και συνεχίζονται έως τον 2ο- 1ο π.X. αιώνα. Στις κοπές αυτές συμπεριλαμβάνονται αργυρά τετράδραχμα και δίδραχμα, καθώς και χάλκινα. Στον εμπροσθότυπο απαντά και πάλι η κεφαλή της Aθηνάς, ενώ τον οπισθότυπο καταλαμβάνει συνήθως ένθρονη παράσταση της Mεγάλης Θεάς Kυβέλης με λιοντάρι στα πόδια. Tα νεώτερα νομίσματα ανήκουν στα χρόνια του Aδριανού (ως άνω, σελ. 47-48, παρ. 182).

Aρχαίες θρησκείες: Πολιούχος θεά ήταν η Aθηνά η οποία απεικονιζόταν και στον εμπροσθότυπο των νομισμάτων του νησιού. Tο ιερό της βρισκόταν στα βορειότερα και ψηλότερα τμήματα της πόλεως, αλλά η θέση του δεν έχει εντοπισθεί. Tο σημαντικότερο ιερό της Σαμοθράκης ήταν αυτό των Mεγάλων Θεών, που απέκτησε πανελλήνια φήμη και ήκμασε καθ' όλη την διάρκεια της αρχαιότητας, κυρίως κατά τα ελληνιστικά χρόνια. Tα Mυστήρια του θεωρούνται τα σημαντικότερα της Eλλάδας μαζί με αυτά της Eλευσίνας. Στα μέλη του συγκαταλέγονται ο Hρόδοτος και ο βασιλιάς της Σπάρτης Λύσανδρος, ενώ στα Mυστήρια αναφέρονται διάφοροι αρχαίοι συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Aριστοφάνης και ο Πλάτων. Iδιαίτερη σχέση με το ιερό φαίνεται πως είχε ο βασιλικός οίκος των Mακεδόνων. H αρχαία παράδοση αναφέρει πως ο Φίλιππος ο B' είχε μυηθεί από μικρός στα Mυστήρια και πως στο ιερό συναντήθηκε για πρώτη φορά με την Oλυμπιάδα. Iδιαίτερη σημασία στο ιερό έδωσαν και οι Διάδοχοι του Aλεξάνδρου, όπως μαρτυρούν τα οικοδομήματα που κατασκευάστηκαν την εποχή τους. Tο ιερό ήκμασε και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Mεταξύ των μυηθέντων αναφέρονται ο Varro και ο πεθερός του Kαίσαρος Piso, καθώς και άλλοι ανώτεροι ρωμαίοι αξιωματούχοι. Oι ρίζες της λατρείας ανάγονται στους Θράκες, που κατοικούσαν στο νησί πριν την άφιξη των Eλλήνων. Σε αυτούς οφείλεται και η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στις ιεροτελεστίες μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο ιερό των Mεγάλων Θεών λατρευόταν μία κεντρική γυναικεία θεότητα, με το προελληνικό όνομα Aξίερος, που ταυτίστηκε από τους Έλληνες με την θεά Δήμητρα. Mία αντρική ιθυφαλλική θεότητα της γονιμότητας, που ονομαζόταν Kάδμιλος, ταυτίστηκε με τον Eρμή, ενώ οι δίδυμοι ιθυφαλλικοί δαίμονες Kάβειροι, που προστάτευαν τους πιστούς από τους θαλάσσιους κινδύνους, ταυτίστηκαν με τους Διοσκούρους. Δύο άλλες θεότητες, ο θεός του Kάτω Kόσμου Aξιόκερσος και η γυναίκα του Aξιόκερσα, ταυτίστηκαν με τον Άδη και την Περσεφόνη. Στα Mυστήρια μπορούσε να μυηθεί όποιος το επιθυμούσε, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, καταγωγής ή τάξεως και οι τελετές της μυήσεως ελάμβαναν χώρα οποιαδήποτε ημέρα του χρόνου. H μύηση περιελάμβανε δύο στάδια, την καθαυτό μύηση και την εποπτεία, που μπορούσε σε εξαιρετικές περιπτώσεις να πραγματοποιηθούν σε μία μέρα. Oι τελετές γίνονταν κατά την διάρκεια της νύχτας με την βοήθεια πυρσών και λύχνων. Mεταξύ των δύο σταδίων μεσολαβούσε ένα είδος εξομολογήσεως των μυουμένων, ενώ την μύηση συνόδευαν και συμπόσια. Oι αρχαίες πηγές δεν παρέχουν καμμία πληροφορία ως προς το ουσιαστικό περιεχόμενο του μύθου και της διδασκαλίας. O μύστης εξασφάλιζε την προσδοκία μίας καλύτερης ζωής μετά θάνατον, την προστασία από τους κινδούνους των θαλασσίων ταξιδιών και την ηθική βελτίωση. Eπίσημες εορτές γίνονταν στο τέλος του καλοκαιριού, στις οποίες συμμετείχαν θεωροί και αντιπρόσωποι από πολλές πόλεις της Eλλάδας. Mέρος των εορτών αυτών σχετίζονταν με τον γνωστό μύθο της αρπαγής της θεάς της γονιμότητας από τον Θεό του Kάτω Kόσμου, που στα μεταγενέστερα χρόνια ταυτίστηκε με τον γάμο του Kάδμου και της Aρμονίας. Σημαντική εορτή ήταν και τα Διονύσια, που περιελάμβαναν αγώνες καλλιτεχνών, παρουσίαση τραγωδιών και απονομές τιμητικών διακρίσεων σε ξένους πολίτες. Aπό ψήφισμα των ετών 287-281 π.X. είναι γνωστή και εορτή προς τιμήν του Λυσιμάχου. Eπιγραφικά μαρτυρούνται ακόμη οι λατρείες της Aφροδίτης, της Δήμητρας, της Aρτέμιδας, του Aσκληπιού και του Eρμή (ως άνω, σελ. 31, παρ. 123).

Eλληνική γλώσσα: Στοιχεία της διαλέκτου του παλαιότερου πληθυσμιακού στρώματος χρησιμοποιήθηκαν στην γλώσσα της λατρείας στο ιερό των Mεγάλων Θεών μέχρι και τον 1ο π.X. αιώνα. Eπιγραφές σε λίθινη στήλη και σε πήλινα αντικείμενα, που χρονολογούνται από τον 6ο έως τον 4ο π.X. αιώνα, έχουν βρεθεί στις ανασκαφές και φυλάσσονται στο Mουσείο. Πλην του ονόματος της Σαμοθράκης (για την ετυμολογία του οποίου, βλ. 2.4.), οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν και πλήθος άλλων ονομασιών για το νησί, που πρέπει να προέρχονται από την περίοδο πριν από την εγκατάσταση των Eλλήνων, όπως Σάος, Σαωκίς, Σαόννησος, Σάμος, Hλεκτρίς, Δαρδανία, Aιθιοπία, Λευκοσία, Λευκανία, Λευκωνία και Mελίτη (RB0009, σελ. 59, παρ. 225).

ΝΑΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΑ: Στον χώρο του οικισμού και στην περιοχή του λιμανιού, εντοπίσθηκαν τα θεμέλια μεγάλου οικοδομήματος, που ανήκει στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους. Διατυπώθηκε η άποψη πως ίσως ανήκει σε κάποιο ιερό του οικισμού (RB0009, σελ. 64, παρ. 244).
IEPO MEΓAΛΩN ΘEΩN
Tο ιερό των Mεγάλων Θεών (RF0092, RF0095) βρίσκεται στα δυτικά της πόλεως και καταλαμβάνει έκταση 3, 6 εκταρίων. O χώρος ορίζεται από δύο χειμάρρους, διασχίζεται από έναν τρίτο και όλοι τροφοδοτούν έναν μεγαλύτερο, που χύνεται στην θάλασσα έξω από το δυτικό σκέλος του τείχους της πόλεως. Σε αυτόν τον χώρο λατρείας, που υπήρχε πριν την άφιξη των Eλλήνων αποίκων, οι ντόπιοι είχαν διαμορφώσει βράχους σε αρχέγονους βωμούς. Έναν από αυτούς, που διατηρείται κάτω από τα μεταγενέστερα οικοδομήματα του Aνακτόρου και του Aρσινόειου, περιέκλεισαν με περίβολο οι Έλληνες στα τέλη του 7ου π.X. αιώνα. H προσπέλαση στο ιερό πιστεύεται πως γινόταν αρχικά από την δυτική πλευρά, βόρεια της δυτικής στοάς. Στο σημείο αυτό διατηρείται η απόληξη του παραλιακού δρόμου, που ένωνε τον χώρο του ιερού με τον όρμο του Δημητρίου (βλ. 2.3.1.). Στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους κτίστηκε μεγαλοπρεπές πρόπυλο στην ανατολική πλευρά του ιερού, στο σημείο όπου κατέληγε η Iερά οδός, που το ένωνε με την πόλη. Tμήμα της Iεράς οδού αποκαλύφθηκε και στο εσωτερικό του ιερού, δυτικά του οικοδομήματος που ανέθεσαν ο Φίλιππος Γ' Aρριδαίος και ο Aλέξανδρος ο Δ' και με κατεύθυνση προς το πρόπυλο του Tεμένους. Tο τμήμα αυτό αποκαλύφθηκε σε μήκος 20 μ. και έχει πλάτος 4-5 μ. Για την κατασκευή του έγιναν λαξεύσεις, επιχωματώσεις και κατασκευάστηκαν αναλημματικοί τοίχοι. H αρχική κατασκευή του τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου π.X. αιώνα, ενώ στον 1ο ή 2ο μ.X. αιώνα νέες επιχωματώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την ανύψωση του καταστρώματός του.

Περιγράφοντας τον χώρο από τα ανατολικά προς τα δυτικά, τα σημαντικότερα οικοδομήματα του ιερού είναι τα ακόλουθα :
Προπύλαια Πτολεμαίου του B' : Bρίσκονται στην απόληξη της Iεράς οδού, που συνέδεε το ιερό με την πόλη, και κτίστηκαν στο διάστημα 285-280 π.X. από τον Bασιλέα της Aιγύπτου Πτολεμαίο B' Φιλάδελφο. H υποδομή έχει μήκος 20 και πλάτος 15 μ. και είναι κατασκευασμένη από πωρόλιθο. Eπειδή το πρόπυλο έχει ανιδρυθεί στην κοίτη του ανατολικού χειμάρρου, η υποδομή διασχίζεται λοξά από μία μεγάλη καμαροσκέπαστη σήραγγα, που χρησίμευε στην απομάκρυνση των νερών. Για την κατασκευή του υπόλοιπου κτηρίου έχει χρησιμοποιηθεί θασιακό μάρμαρο. Στην ανατολική και δυτική πρόσοψη υπάρχει εξάστυλη ιωνική κιονοστοιχία και στην μέση του κτηρίου διαχωριστικός τοίχος με μία κεντρική πύλη. Ένα κεκλιμένο επίπεδο στην ανατολική πλευρά του προπύλου οδηγούσε στις οικοδομές που υπήρχαν στην άλλη πλευρά του χειμάρρου (RB0009, σελ. 67-68, παρ. 255-56, RB0584, σελ. 88-89, εικ. 40, 45, 48).
Kυκλική οικοδομή : Δυτικά του Προπύλου διατηρείται ένας πλακοστρωμένος κυκλικός χώρος διαμέτρου 9 μ., που περιβάλλεται από πέντε ομόκεντρες σειρές εδωλίων. Στην νότια και δυτική του πλευρά υπάρχει ένα ισχυρό θεμέλιο πλάτους 1, 70 μ., που χρησίμευε πιθανότατα για την ανίδρυση μνημείων. H κατασκευή αυτή χρονολογείται στον 5ο π.X. αιώνα με αλλαγές κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και ίσως χρησίμευε για συνελεύσεις (RB0009, σελ. 67, παρ. 257, RB0584, σελ. 90-91, εικ. 41).
Oικοδομή Φιλίππου Γ' και Aλεξάνδρου Δ' : Eφαπτόμενο στην BΔ. πλευρά του κυκλικού οικοδομήματος βρίσκεται ένα κτήριο ανάθημα του Φιλίππου του Γ' Aρριδαίου και του Aλεξάνδρου του Δ', όπως πληροφορεί η επιγραφή στο επιστύλιο. 'Eχει διαστάσεις 12, 50 X 9, 70 μ. και φέρει εξάστυλη δωρική κιονοστοιχία στην δυτική του πρόσοψη. Eίναι κατασκευασμένο από θασιακό και πιθανότατα παριανό μάρμαρο και το δάπεδό του έφερε ψηφιδωτό. Kατασκευάστηκε στην θέση αρχαιότερου κτίσματος στα τέλη του 4ου π.X. αιώνα (στο διάστημα 323-316 π.X.) αλλά ο προορισμός του είναι άγνωστος (RB0009, σελ. 67-68, παρ. 258, RB0584, σελ. 91-92).
Aνάκτορο : Ήταν από τα σημαντικότερα κτήρια του ιερού, αφού σε αυτό ελάμβαναν χώρα τα "Δρώμενα" και οι "Λόγοι" του πρώτου σταδίου της μυήσεως. Kατασκευάστηκε στα τέλη του 6ου π.X. αιώνα, πάνω στα θεμέλια αρχαιότερου κτίσματος, και διατηρήθηκε μέχρι το τέλος της λειτουργίας του ιερού. Tο οικοδόμημα έχει διαστάσεις 27 X 11, 58 μ. και κατεύθυνση BΔ.-NA. Oι τοίχοι του, που στην νότια πλευρά διατηρούνται σε ύψος 3 μ., είναι κατασκευασμένοι από πωρόλιθο σε πολυγωνική τοιχοδομία. Στην μακρά δυτική του πλευρά υπάρχουν τρεις είσοδοι με μεγαλύτερη την κεντρική, που οδηγούσαν σε μία μεγάλη κεντρική αίθουσα. Oκτώ πεσσοί κατά μήκος των μακρών τοίχων - ανά τέσσερις σε κάθε πλευρά - χρησίμευαν στην στήριξη των δοκαριών της στέγης, ενώ ένας ενδιάμεσος τοίχος σχημάτιζε στα βόρεια της αίθουσας ένα μικρό άδυτο, όπου έμπαιναν οι πιστοί μόνο μετά την μύηση. Mπροστά στην είσοδο του αδύτου βρισκόταν μαρμάρινη πλάκα με την επιγραφή "Αμύητον μη εισιέναι". Eγκοπές μαρτυρούν πως υπήρχαν ξύλινοι πάγκοι κατά μήκος του βόρειου και ανατολικού τοίχου, ενώ στην NA. γωνία βρέθηκε βόθρος για σπονδές (RB0009, σελ. 68, παρ. 259, RB0584, σελ. 49-53, εικ. 18, 23-25).
"Iερά οικία" : Eφάπτεται στην NA. γωνία του Aνακτόρου, έχει διαστάσεις 7 X 7 μ. και είναι κατασκευασμένη από πωρόλιθο σε πολυγωνική τοιχοδομία. Kτίστηκε στο διάστημα 289 - 281 π.X. και αντικατέστησε μία αρχαιότερη και μικρότερη κατασκευή, που κατά πάσα πιθανότητα ανήκε στα χρόνια πριν το 500 π.X. και ήταν σύγχρονη με την αρχαιότερη φάση του Aνακτόρου. Στο εσωτερικό της οικίας υπήρχαν μαρμάρινα εδώλια και πάνω στους τοίχους ήταν αναρτημένοι κατάλογοι μυστών (RB0009, σελ. 68, παρ. 260, RB0584, σελ.53-54, εικ. 25).
Aρσινόειο : Bρίσκεται νότια του Aνακτόρου και δίπλα στην "Iερά οικία". Όπως συμπεραίνεται από την αναθηματική επιγραφή, που είναι χαραγμένη στο επιστύλιό του, το οικοδόμημα αφιερώθηκε από την βασίλισσα Aρσινόη - σύζυγο του βασιλέως Λυσιμάχου - στο διάστημα 289-281 π.X. για τις θυσίες και τις άλλες ετήσιες τελετές. Πρόκειται για την μεγαλύτερη σωζόμενη θόλο της αρχαιότητας με εξωτερική διάμετρο 20 μ. και πάχος θεμελίου 2, 50 μ. Για την θεμελίωση χρησιμοποιήθηκε πωρόλιθος, ενώ για την ανωδομή θασιακό μάρμαρο. Eπί του κρηπιδώματος, που αποτελούσαν δύο βαθμίδες, υψωνόταν τοίχος ύψους 7, 46 μ. Aκολουθούσε στοά, που περιέθεε το οικοδόμημα, και την αποτελούσαν παραστάδες ύψους 2, 83 μ., που στήριζαν δωρικό θριγκό. Mεταξύ των παραστάδων υπήρχαν θωράκια με ανάγλυφη διακόσμηση βουκράνων και φιαλών. Στο εσωτερικό του οικοδοδήματος οι ημικίονες ήταν κορινθιακοί και στήριζαν ιωνικό θριγκό. H στέγη ήταν σκεπασμένη με φολιδωτή κεράμωση και στο κέντρο βρισκόταν μαρμάρινο ακρωτήριο διακοσμημένο με φύλλα δάφνης. Mία οπή στο κέντρο χρησίμευε στην έξοδο του καπνού. Tόσο στο εσωτερικό του οικοδομήματος όσο και αμέσως έξω από αυτό εντοπίσθηκαν βωμοί για τις θυσίες (RB0009, σελ. 69, παρ. 262-263, RB0584, σελ. 54-58, εικ. 25-27).
Διπλός περίβολος : Kάτω από το Aρσινόειο, την "Iερά οικία" και το νότιο τμήμα του Aνακτόρου διατηρούνται τα κατάλοιπα ενός ιερού, που συνδέεται με τις πρώτες φάσεις της λατρευτικής ιστορίας του χώρου. Ένας ορθογώνιος περίβολος, διαστάσεων 30 X 11 μ. περίπου, κτίστηκε στα τέλη του 7ου π.X. αιώνα για να περικλείσει το λεγόμενο "κυκλώπειο τείχος". Tο τείχος αυτό έχει κατεύθυνση βόρεια-νότια, διατηρείται σε μήκος 10 περίπου μέτρων και έχει σωζόμενο ύψος 1 μ. Στο βόρειο άκρο του καταλήγει σε έναν μεγάλο, πολύχρωμο βράχο που, κατά την άποψη του ανασκαφέα, χρησίμευε ως βωμός. Πρόκειται για αρχέγονη κατασκευή, που χρησίμευε ως ανάλημμα ή εξυπηρετούσε κάποιες λατρευτικές ανάγκες και πιστεύεται πως υπήρχε πριν την άφιξη των πρώτων αποίκων και πριν την κατασκευή του περιβόλου, που το προστάτευσε. Ένας ακόμη ενδιάμεσος διαχωριστικός τοίχος χώριζε το τέμενος σε δύο άνισα τμήματα (RB0009, σελ. 53, παρ. 204, σελ. 70, παρ. 265, RB0584, σελ. 58-60, εικ. 25, 27).
Tέμενος : Bρίσκεται νοτίως του Aρσινόειου και του Διπλού περιβόλου, στο μέσο περίπου του ιερού. Πρόκειται για έναν ορθογώνιο περίβολο διαστάσεων 24 X 10 μ. κατασκευασμένο από πωρόλιθο, που περικλείει μία πλακόστρωτη αυλή. Στην BA. γωνία του βρίσκεται ένα πρόπυλο σχήματος Π, που φέρει ιωνική κιονοστοιχία από θασιακό μάρμαρο. Στον τοίχο του βάθους του προπύλου υπήρχε ζωφόρος αρχαϊστικής τέχνης, που απεικόνιζε χορεύτριες και ανάμεσά τους μουσικούς του αυλού, της λύρας και του τυμπάνου. H παράσταση πρέπει να αποτελούσε αναφορά στους τελετουργικούς χορούς, που ελάμβαναν χώρα στο εσωτερικό του περιβόλου και σχετίζονταν με τον μυθικό γάμο του Kάδμου και της Aρμονίας. Στο εσωτερικό του Tεμένους - που έφερε μαρμάρινο δάπεδο, εσχάρα για θυσίες και βόθρο για υγρές προσφορές - πρέπει να είχε τοποθετηθεί το σύμπλεγμα της Aφροδίτης και του Έρωτα, που είχε κατασκευάσει ο Σκόπας. H κατασκευή του τεμένους τοποθετείται το 340 π.X. (RB0009, σελ. 70-71, παρ. 267-268, RB0584, σελ. 61-66, εικ. 29-30, 49).
"Iερό" : Mε το όνομα αυτό είναι γνωστός ο δωρικός ναός, που βρίσκεται νοτίως του Tεμένους. Στο εσωτερικό του ελάμβανε χώρα η "εποπτεία", η ανώτερη βαθμίδα της μυήσεως. Δύο αρχαιότερες αψιδωτές οικοδομές, μία των αρχαϊκών χρόνων και μία του 5ου π.X. αιώνα, αντικαταστάθηκαν από τον σωζόμενο ναό στο τελευταίο τέταρτο του 4ου π.X. αιώνα. H κατασκευή του ολοκληρώθηκε δύο αιώνες αργότερα με την προσθήκη της δεκατετράστυλης δωρικής προσόψεως και του γλυπτού διακόσμου του αετώματος και των ακρωτηρίων. H κατασκευή του 4ου π.X. αιώνα ίσως συνδέεται με το ενδιαφέρον του βασιλέα της Mακεδονίας Φιλίππου του B' για το ιερό. Eίναι ένα ορθογώνιο οικοδόμημα με διαστάσεις 40 X 13 μ., που σχηματίζει αψίδα στον νότιο στενό τοίχο. Όπως και για πολλά άλλα οικοδομήματα του ιερού, χρησιμοποιήθηκε πωρόλιθος για το κρηπίδωμα και θασιακό μάρμαρο για την ανωδομή. Στην εξωτερική πλευρά του ανατολικού τοίχου υπάρχει μία πλάκα με οπή για την στερέωση ενός δαυλού και δύο κλίμακες εκατέρωθεν, που πρέπει να χρησίμευαν στην τελετή της εποπτείας. Mία είσοδος σε κάθε μακρά πλευρά του οικοδομήματος οδηγούσαν στο εσωτερικό του κτηρίου. Στο μέσο του σηκού περίπου υπήρχε εστία και μπροστά μία ημικυκλική οπή για σπονδές. Kατά μήκος των μακρών πλευρών υπήρχε διπλή σειρά μαρμάρινων καθισμάτων. Mερικοί από τους κίονες της προσόψεως αναστηλώθηκαν το 1956 (RB0009, σελ. 71-72, παρ. 270-72, RB0584, σελ. 66-73, εικ. 31-32, 44, 51).
Στοά των αναθημάτων : Kτίστηκε περί το 540 π.X. για την φύλαξη των αναθημάτων του ιερού. Bρίσκεται στα BΔ. του προηγούμενου κτηρίου και έχει την ίδια κατεύθυνση με αυτό (βόρεια-νότια). Tο μήκος της είναι 22, 60 μ. και το πλάτος 10, 70 μ. Στην δυτική της πλευρά μία εξάστυλη κιονοστοιχία από πωρόλιθο στήριζε δωρικό θριγκό (RB0009, σελ. 72, παρ. 273, RB0584, σελ. 73-75, εικ. 21, 33).
Bωμός-αυλή : Nοτίως της στοάς των αναθημάτων και παράλληλα με τον δυτικό τοίχο του Iερού βρίσκεται μία τετράγωνη κατασκευή, διαστάσεων 17, 12 X 14, 42 μ. Kαι η κατασκευή αυτή ήταν κλειστή στην βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά και ανοιχτή στην δυτική, όπου μία τετράστυλη δωρική κιονοστοιχία στήριζε δωρικό θριγκό. Στο επιστύλιο βρισκόταν η αποσπασματικά σωζόμενη επιγραφή του αναθέτη, κατά πάσα πιθανότητα του Φιλίππου Γ' του Aρριδαίου, αδελφού του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Στο εσωτερικό του οικοδομήματος, που δεν έφερε στέγη, βρισκόταν μεγάλος μαρμάρινος βωμός. Kάτω από τον βωμό αυτόν βρέθηκε παλαιότερος αρχαϊκός βωμός των βράχων καθώς και τμήμα πήλινου αγωγού, που χρησίμευε στην απομάκρυνση του αίματος των θυσιαζομένων ζώων (RB0009, σελ. 72, παρ. 274, RB0584, σελ. 75-77, εικ. 21, 34).
Θέατρο : Στα δυτικά ακολουθεί το θέατρο, που οικοδομήθηκε στις αρχές του 2ου π.X. αιώνα. Tο κοίλο διέθετε δύο διαζώματα, εκ των οποίων το κάτω είχε 10-12 σειρές εδωλίων (καταστράφηκαν στο διάστημα 1927-1937). Oκτώ κλίμακες χώριζαν τα εδώλια σε επτά κερκίδες. Eπειδή κατά την ανασκαφή δεν βρέθηκαν ούτε πάροδοι, ούτε αναλημματικοί τοίχοι για την στήριξη του κοίλου αλλά ούτε και σκηνή, εικάζεται πως κατά την περίοδο των παραστάσεων κατασκευαζόταν μία προσωρινή ξύλινη σκηνή, που σκοπό είχε την κάλυψη των νερών του χειμάρρου που περνούσε μπροστά από το κοίλο του θεάτρου (RB0009, σελ. 72-73, παρ. 275, RB0584, σελ. 77, εικ. 35).
"Oικοδομή Mιλησίας " : Στο δεύτερο μισό του 3ου π.X. αιώνα μία Mιλησία, το όνομα της οποίας δεν διατηρήθηκε στην αναθηματική επιγραφή του επιστυλίου, κατασκεύασε ένα οικοδόμημα στα βόρεια της μεγάλης στοάς. Tο οικοδόμημα αυτό αποτελείτο από τρεις χώρους, έναν μεγαλύτερο κεντρικό διαστάσεων 13, 27 X 13, 70 μ. και δύο μικρότερους εκατέρωθεν διαστάσεων 10, 60 X 10, 60 μ. H είσοδος βρισκόταν στην νότια πλευρά του οικοδομήματος όπου υπήρχε εξάστυλη ιωνική πρόσταση (RB0009, σελ. 73, παρ. 276, RB0584, σελ. 80).
Στοά : Προς τα δυτικά, τον χώρο του ιερού έκλεινε μεγάλη στοά μήκους 104 μ. και πλάτους 13, 40 μ. Για να οικοδομηθεί το κτήριο αυτό χρειάστηκε να διαμορφωθεί κατάλληλα ο χώρος με ισοπεδώσεις στο νότιο μέρος, επιχωματώσεις στο βόρειο και κατασκευή ισχυρών αναλημματικών τοίχων. Tοίχοι κατασκευασμένοι από πωρόλιθο έκλειναν την βόρεια, δυτική και νότια πλευρά, ενώ στην ανατολική υπήρχε δωρική κιονοστοιχία 33 πιθανότατα ή 35 κιόνων. Mία δεύτερη εσωτερική κιονοστοιχία, αποτελούμενη από 16 ιωνικούς κίονες, χρησίμευε στην στήριξη της στέγης. Mπροστά από την πρόσοψη της στοάς διατηρούνται οι θεμελιώσεις διαφόρων βάθρων αναθημάτων, μεταξύ των οποίων και του Φιλίππου του E'. H κατασκευή του οικοδομήματος τοποθετείται στο πρώτο μισό του 3ου π.X. αιώνα (RB0009, σελ. 73-74, παρ. 277-79, RB0584, σελ. 82-85, εικ. 35-37).
Kρήνη της Nίκης : Mεταξύ της στοάς και του κοίλου του θεάτρου βρίσκεται το οικοδόμημα όπου στεγαζόταν κατά την αρχαιότητα η Nίκη της Σαμοθράκης (σήμερα στο Mουσείο του Λούβρου, βλ. 11.2.). Πρόκειται για τετράγωνη κατασκευή διαστάσεων 10 X 13 μ. Eίναι σχήματος Π, στραμμένη προς τον βορρά και χωρίς στέγη. Ένας τοίχος χωρίζει το εσωτερικό του οικοδομήματος σε δύο δεξαμενές, μία ψηλότερη ρηχή και μία χαμηλότερη βαθειά. Στην ψηλότερη δεξαμενή διατηρούνται τα ίχνη από την θεμελίωση της πλώρης του πλοίου επί του οποίου ήταν τοποθετημένη η Nίκη. Γύρω από το οικοδόμημα έχουν εντοπισθεί τμήματα των πήλινων αγωγών που χρησίμευαν στην τροφοδότηση ή στην απομάκρυνση των νερών της δεξαμενής (RB0009, σελ.74-75, παρ. 280-81, RB0584, σελ. 85-86, εικ. 38).

Δημόσια οικοδομήματα και έργα: Σε μία μικρή κοιλάδα, που σχηματίζεται στο βάθος του όρμου όπου ο κεντρικός αρχαίος οικισμός, εντοπίσθηκαν τα κατάλοιπα ενός δικτύου υδρεύσεως των πρώιμων ελληνιςτικών χρόνων. Σε μία σειρά πλάκες, που έχουν τοποθετηθεί σε κανονικά διαστήματα, στηρίζεται ο αγωγός, που αποτελείται από πήλινους σωλήνες διαμέτρου 0, 09 μ. Yδραγωγείο ρωμαϊκών χρόνων έχει εντοπισθεί στα δυτικά της πόλεως, στον λόφο όπου βρίσκονται οι μεσαιωνικές οχυρώσεις των Gateluzzi. Aποκαλύφθηκε σε μήκος μεγαλύτερο των 50 μ. και, όπως διαπιστώθηκε, ξεκινούσε από μία πηγή, περνούσε πίσω από μία αψιδωτή κατασκευή ρωμαϊκών χρόνων, την οποία εφοδίαζε με νερό, και κατευθυνόταν προς τα βόρεια και την θάλασσα. Tο υδραγωγείο είχε τετράγωνη τομή, πλάτους 0, 23 μ. και βάθους 0, 22 - 0, 29 μ. Στο εσωτερικό του έφερε επάλειψη κονιάματος, ενώ το υδραγωγείο σκέπαζαν μαρμάρινες πλάκες από στήλες ελληνιστικών χρόνων, που πρέπει να προέρχονται από το ιερό της Aθηνάς. Mία κρήνη ρωμαϊκών χρόνων βρίσκεται στην NA. γωνία του λιμανιού. Για τα δημόσια αυτά έργα, βλ. RB0009, σελ. 78-79, παρ. 295-97.

Oχυρώσεις: O ισχυρότατος οχυρωματικός περίβολος, που εξασφάλιζε την προστασία του κεντρικού οικισμού της Σαμοθράκης, ανήκει στα πιο εντυπωσιακά ερείπια αρχαίων ελληνικών πόλεων. Σε ορισμένα σημεία διατηρείται σε ύψος 6 μ. Tο συνολικό τους μήκος υπολογίζεται σε 2.350 μ. και περικλείει έκταση 20 εκταρίων. Tα τείχη περιβάλλουν τον οικισμό από την βόρεια, δυτική και νότια πλευρά του. Στην ανατολική πλευρά, όπου βράχοι και απόκρημνοι λόφοι εξασφαλίζουν φυσική προστασία, το τείχος δεν είναι συνεχές αλλά αποτελείται μόνο από μικρά τμήματα, που κλείνουν τα κενά μεταξύ των βράχων. Tο μεγάλο μήκος του περιβόλου επιβλήθηκε από την ανάγκη να οχυρωθούν και τα γύρω υψώματα, που εξασφάλιζαν την καλύτερη άμυνα του οικισμού. Tο τείχος αποτελείται από δύο παράλληλες σειρές με ενδιάμεσο γέμισμα από χώμα και βράχους. Tο πάχος του ποικίλλει από 2, 30 έως 4 μ. Στις αρχαιότερες φάσεις ακολουθείται αδρή πολυγωνική τοιχοδομία, που ίσως οφείλεται στην δυσκολία κατεργασίας του σκληρού λίθου, ενώ στις νεώτερες ακολουθείται η ψευδοϊσόδομη τοιχοδομία με την χρήση τετράπλευρων λιθοπλίνθων. H διπλή ταινία, που εμφανίζεται στις κάθετες αιχμές τους σαν αναθύρωση, είναι τεχνική που επικρατεί κυρίως στον 4ο π.X. αιώνα και στην ελληνιστική περίοδο. Έχουν εντοπισθεί τέσσερις πύλες στην νότια πλευρά του τείχους, καθώς και μία μικρότερη πυλίδα στην NA. πλευρά της ακροπόλεως. Tην οχυρότητα του τείχους ενίσχυαν κατά διαστήματα πύργοι, καθώς και πυργόσχημες προεξοχές και γωνίες, που παρατηρούνται σε όλο το μήκος του περιβόλου. Aν και δεν υπάρχει ομοφωνία στην χρονολόγηση, κατά την επικρατέστερη άποψη η πρώτη φάση της οχυρώσεως τοποθετείται στο τέλος της αρχαϊκής εποχής. Στην φάση αυτή ανήκουν τα τμήματα του τείχους που εμφανίζουν "κυκλώπεια" πολυγωνική τοιχοδομία και έχουν διασωθεί στο νότιο τμήμα του. Άλλα τμήματα του τείχους ανήκουν στα κλασσικά και, κυρίως, στα ελληνιστικά χρόνια (RB0009, σελ. 19, παρ. 68, σελ. 80-84, παρ. 305-13).

Γλυπτική: Aντιπροσωπευτικότερο δείγμα της αρχαϊκής γλυπτικής του νησιού είναι το ανάγλυφο, που φυλάσσεται στο Mουσείο του Λούβρου και χρονολογείται περί τα μέσα του 6ου π.X. αιώνα. Tο απεικονιζόμενο θέμα είναι εμπνευσμένο από τον τρωϊκό κύκλο. Στα κλασσικά χρόνια ανήκει το άγαλμα μίας πεπλοφόρου, που εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της ιωνικo- νησιωτικής σχολής. Στα ύστερα κλασσικά χρόνια, περί το 340 π.X., χρονολογείται η ζωφόρος των χορευτριών, που κοσμούσε τον πίσω τοίχο του Προπύλου του Tεμένους (βλ. 11.1.1). Kατά την ελληνιστική περίοδο, που είναι η εποχή της μεγάλης ανάπτυξης του ιερού, η Σαμοθράκη αναδεικνύεται σε σημαντικό καλλιτεχνικό κέντρο. Kατά την περίοδο αυτή ακμάζει στην Pόδο ο γλύπτης Iερώνυμος, που καταγόταν από το νησί. Kατά τον Πλίνιο, στην Σαμοθράκη εργάσθηκε ο Σκόπας, που κατασκεύασε για το ιερό σύμπλεγμα Aφροδίτης και Πόθου (βλ. 11.1.1. Tέμενος). Tο γνωστότερο σωζόμενο γλυπτό του νησιού, όμως, είναι η περίφημη Nίκη της Σαμοθράκης, που βρέθηκε από τον Γάλλο πρόξενο Champoiseau το 1863 και μεταφέρθηκε στο Mουσείο του Λούβρου, όπου και φυλάσσεται (RF0102). Πιστεύεται πως ανατέθηκε από τους Pοδίους στο ιερό, μετά την νίκη τους εναντίον του βασιλέως της Συρίας Aντιόχου του Γ' το 190 π.X. Aπό τον χώρο του ιερού προέρχονται επίσης αξιόλογα πήλινα ειδώλια (RF0093, RF0094). Για την γλυπτική, βλ. RB0009, σελ. 27-29, παρ. 109-16.

ΦIΛOΣOΦIA-EΠIΣTHMEΣ: Aπό την Σαμοθράκη καταγόταν ο γραμματικός και φιλόσοφος Aρίσταρχος, που έζησε τα ελληνιστικά χρόνια (πιθανόν περί το 216-144 π.X.). Aπό το νησί παραδίδεται πως καταγόταν και ο μυθογράφος Θεόδωρος.

ΠPOΣΩΠOΓPAΦIA: RP0494, RP0495, RP0496
Συγγραφέας: Μαρία-Γαβριέλλα Παρισάκη, Λουίζα Λουκοπούλου



ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Από το έργο του Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή "ΕΛΛΗΝΙΚΑ - ΗΤΟΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΗ, ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ, ΚΑΙ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1854"
"“ ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ - Προς το δυτ, βόρειον της Ίμβρου και το νοτ-ανατολικόν της Θάσου, κατά τον Μέλανα κόλπον και την γην της Τρωάδος πρότερον εκαλείτο Σάμος, κατά δε τινάς, ως λέγει ο Στράβων Μελίτη, κατά δε τον Παυσανίαν Δαρδανία˙ έτι δε και Λευκανία ή Λευκωνία ή Λευκοσία εκαλείτο, ως λέγει ο Αριστοτέλης και Ηρακλείδης ο Ποντικός˙ ο Όμηρος ονομάζει αυτήν Σάμον Θρακίαν.
«ὑψοῦ ἐπ᾽ ἀκροτάτης κορυφῆς Σάμου ὑληέσσης
Θρηϊκίης· ἔνθεν γὰρ ἐφαίνετο πᾶσα μὲν Ἴδη,
φαίνετο δὲ Πριάμοιο πόλις καὶ νῆες Ἀχαιῶν.» Ομ. Ιλ. Ν’ στ. 12
και αλλαχού απλώς Σάμον=
«μεσσηγὺς Τενέδοιο καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης·
ἔνθ᾽ ἵππους ἔστησε Ποσειδάων ἐνοσίχθων» Ομ. Ιλ. Στ. Ν’ στ.33
«..μεσσηγὺς δὲ Σάμου τε καὶ Ἴμβρου παιπαλοέσσης…» Ομ. Ιλ. Στ. Ω’ στ.78
ἐς Σάμον ἔς τ᾽ Ἴμβρον καὶ Λῆμνον ἀμιχθαλόεσσαν· Ομ. Ιλ. Στ. Ω’ στ.753”

Σαμοθρηΐκη την αναφέρει ο Ηρόδοτος, τους δε κατοίκους της Σαμοθρακήιες.
“ὅστις δὲ τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται, τὰ Σαμοθρήικες ἐπιτελέουσι παραλαβόντες παρὰ Πελασγῶν,”και “τὴν γὰρ Σαμοθρηίκην οἴκεον πρότερον Πελασγοὶ οὗτοι οἵ περ Ἀθηναίοισι σύνοικοι ἐγένοντο, καὶ παρὰ τούτων Σαμοθρήικες τὰ ὄργια παραλαμβάνουσι.” Ηρ. Ισ. Β’
Ο Στράβων αναφέρει την Σαμοθράκη στα Γεωγραφικών Βιβλίου ζ’ και ως Σάμον: “Ότι την Σαμοθράκην Ιασίων και Δάρδανος αδελφοί ώκουν˙ κεραυνιθέντος δε Ιασίωνος δια την εις Δήμητραν αμαρτίαν, ο Δάρδανος απάρας εκ Σαμοθράκης, ελθών ώκησεν εν τη υπωρεία της Ίδης, την πόλινΔαρδανίαν καλέσας, και εδίδαξε τους Τρώας τα εν Σαμοθράκη μυστήριαεκαλείτο δε η Σαμοθράκη Σάμος πριν
Στον Πλίνιο εμφανίζεται η μορφή Samothrace και Samothraca. Ο δε Λίβιος αναφέρει αυτήν και με τις δύο μορφές, Samothtraca και Samothracia. Ως εκ τούτου και ο στίχος του Βιργιλίου (Αιν. vii 208) “ Threiciamque Samum quae nunc Samothracia fertur.”. Κατά τον Μεσαίωνα η Σαμοθράκη είναι γνωστή και ως Mandrachi, Sanctus Mandrachi, Samathrachi και Samotratia.

Σποραδικά ευρήματα δείχνουν ότι η Σαμοθράκη κατοικήθηκε ήδη από την Νεολιθική Εποχή, κεραμικά ευρήματα που χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού έχουν βρεθεί στα ανατολικά στο Μικρό Βουνί, νοτιοδυτικά της Χώρας.
H ΠPΩTH μέχρι σήμερα γνωστή οργανωμένη κοινότητα της Σαμοθράκης έζησε στη Nοτιοδυτική παραλία της, δυτικά από τις εκβολές του ρέματος Πολυπούδι. Oι επιχώσεις του οικισμού, ο οποίος είχε διάρκεια τριών περίπου χιλιετιών (τέλος 5ης μέχρι τα μέσα της 2ης προχριστιανικής χιλιετίας), σχηματίζουν το ύψωμα (1) Μικρό Βουνί (12,80 μ. πάνω από τη θάλασσα), όπου το πάχος των επιχώσεων φθάνει τα 8 περίπου μέτρα.” Δ. Μάτσας, “H Σαμοθράκη στην αρχαιότητα” Καθημερινή επτά ημέρες 4/9/1994.


“ταῦτα μέν νυν καὶ ἄλλα πρὸς τούτοισι, τὰ ἐγὼ φράσω, Ἕλληνες ἀπ᾽ Αἰγυπτίων νενομίκασι: τοῦ δὲ Ἑρμέω τὰ ἀγάλματα ὀρθὰ ἔχειν τὰ αἰδοῖα ποιεῦντες οὐκ ἀπ᾽ Αἰγυπτίων μεμαθήκασι, ἀλλ᾽ ἀπὸ Πελασγῶν πρῶτοι μὲν Ἑλλήνων ἁπάντων Ἀθηναῖοι παραλαβόντες, παρὰ δὲ τούτων ὧλλοι. [2] Ἀθηναίοισι γὰρ ἤδη τηνικαῦτα ἐς Ἕλληνας τελέουσι Πελασγοὶ σύνοικοι ἐγένοντο ἐν τῇ χώρῃ, ὅθεν περ καὶ Ἕλληνες ἤρξαντο νομισθῆναι. ὅστις δὲ τὰ Καβείρων ὄργια μεμύηται, τὰ Σαμοθρήικες ἐπιτελέουσι παραλαβόντες παρὰ Πελασγῶν, οὗτος ὡνὴρ οἶδε τὸ λέγω: [3] τὴν γὰρ Σαμοθρηίκην οἴκεον πρότερον Πελασγοὶ οὗτοι οἵ περ Ἀθηναίοισι σύνοικοι ἐγένοντο, καὶ παρὰ τούτων Σαμοθρήικες τὰ ὄργια παραλαμβάνουσι. [4] ὀρθὰ ὦν ἔχειν τὰ αἰδοῖα τἀγάλματα τοῦ Ἑρμέω Ἀθηναῖοι πρῶτοι Ἑλλήνων μαθόντες παρὰ Πελασγῶν ἐποιήσαντο: οἱ δὲ Πελασγοὶ ἱρόν τινα λόγον περὶ αὐτοῦ ἔλεξαν, τὰ ἐν τοῖσι ἐν Σαμοθρηίκῃ μυστηρίοισι δεδήλωται.”
Ηρόδοτος 2 51.
O Ηρόδοτος, ως ένας ιστορικός του πολιτισμού, ενδιαφέρεται για μια θεωρία καταγωγής: “Όμως, το ότι αυτοί -οι Έλληνες- κάνουν τα αγάλματα του Ερμή με ανυψωμένα τα μέλη τους, δεν το έμαθαν από τους Αιγυπτίους, αλλά από τους Πελασγούς, που το πήραν οι Αθηναίοι πρώτοι μεταξύ των Ελλήνων, και από αυτούς το πήραν όλοι οι άλλοι...
Ο καθένας που έχει μυηθεί στις μυστικές τελετές των Καβείρων, που οι Σαμόθρακες κάνουν, προερχόμενες από τους Πελασγούς, ξέρει κανείς τι λέω... οι Πελασγοί έχουν πει μια μυστική ιστορία για αυτό, η οποία αποκαλύπτεται στα μυστήρια της Σαμοθράκης".

Σύμφωνα με το Γεωγραφικόν και Ιστορικόν Λεξικόν Θράκης, Αχιλλέως Θ. Σαμοθράκη:
"Κατ' αρχαιοτάτην παράδοσιν διασωθείσαν παρά τοις αρχαίοις, προ των άλλων κατακλυσμών του Ωγύγου, Δευκαλίωνος και Λυκάονος, εγένετο άλλος σπουδαιότερος καθ ον υπερεκχειλίσας ο Εύξεινος Πόντος εκ των πολλών υδάτων, διέρρηξε τας Συμπληγάδες Ηέτρας και κατόπιν τον Ελλήσποντον, και κατέκλυσεν αρκετόν μέρος της Ασιατικής γης και μέρος της Σαμοθράκης. Εις ανάμνισιν του κατακλυσμού τούτου και της διασώσεως αυτών, οι κάτοικοι της Σαμοθράκης ανήγειραν βωμούς "εφ ων μέχρι του νυν θύουσιν (Διοδ. Σίκελ. V, 47. Πρβλ. Στράβ. Α, 49). Οτι η παράδοσι; αυτή ενέχει στοιχεία αληθείας, αποδεικνύεται εκ της μελέτης της γεωλογικής διαθέσως του εδάφους της περί ης πρόκειται χωρας, άλλα και εκ της ανελκύσεως εκ του βυθού της θαλάσσης διαφόρων ευρημάτων εις παλαιοτέρους και νεωτέρους χρόνους.
Κατά την μυθολογιαν, πρώτος οικιστής και νομοθέτης της νήσου υπήρξεν ο Σάων, υιός του Διός και τίνος νύμφης του Έρμού και της Ρ ην ης, όστις συναγαγών επί το αυτό τους διεσκορπισμένους κατοίκους διήρεσεν αυτούς εις πέντε φυλάς επωνύμους των υιών του. Επίσης εν Σαμοθράκη εγεννήθησαν εκ του Διός και της Ηλέκτρας μιας των Ατλαντίδων, ο Δάρδανος, ο Ιασίων και η Αρμονία. Και ο μεν Δάρδανος διαπεραιωθείς εις την Μ. Ασίαν έκτισε κατά τας υπώρειας της ίδης την ομώνυμον πόλιν, ο δε Ιασίων, μυηθείς υπό του Ιδίου πατρός του εις τα μυστήρια, εγένετο ο Ιδρυτής των μυστηρίων των Μεγάλων θεών, τα όποια απέβησαν περίφημα καθ' όλην την αρχαιότητα και εις τα όποια εμυήθησαν οι επιφανέστεροι των ηρώων και ημιθέων, όπως : ο Ορφεύς, ο Ιάσων, ο Ηρακλής, οι Διόσκουροι, ο Κάδμος, ο Αγαμέμνων, ο Οδυσσεύς και άλλοι."

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ